- συνεξερύω
- Aτραβώ έξω μαζί.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐξερύω «βγάζω, τραβώ έξω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
συνεξερύσας — συνεξερύσᾱς , συνεξερύω draw off along with aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)